- χάνω
- ΝΜ1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου»)2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.)3. μέσ. χάνομαια) εξαφανίζομαιβ) αισθάνομαι πως λιποθυμώγ) πεθαίνω4. φρ. «χάνω τον νου μου»i) σαστίζωii) τρελαίνομαι, παραφρονώνεοελλ.1. (αμτβ.) α) ηττώμαι, νικιέμαι («όταν παίζω τάβλι μαζί του πάντα χάνω»)β) στερούμαι («αν δεν πας στο θέατρο, θα χάσεις»)γ) μτφ. υφίσταμαι μείωση σε κάτι (α. «χάνει όταν φοράει αυτό το φόρεμα» β. «χάνει πολύ όταν βρίζει τη γυναίκα του μπροστά στα παιδιά του»)2. (μέσ. και παθ.) α) καταστρέφομαι («χάνομαι και δεν μέ βοηθάς καθόλου»)β) αποπροσανατολίζομαι («κάθε φορά που έρχομαι σπίτι σου χάνομαι»)γ) (για πλοίο) βυθίζομαιδ) (για τόπο, πόλη) κυριεύομαιε) μτφ. αγαπώ πολύ, είμαι τρελά ερωτευμένος («χάνομαι για χάρη του»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βλ. χαμένος4. φρ. α) «τά χάνω»i) σαστίζωii) περιέρχομαι σε αμηχανία, αδυνατώ να αντιδράσωβ) «χάνει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα»i) υπάρχει μεγάλη κοσμοσυρροήii) επικρατεί αταξίαγ) «χάνω τα αβγά και τα πασχάλια [ή τα καλάθια]»i) θορυβούμαι, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυσηii) παθαίνω οικονομική καταστροφή, μένω απένταροςδ) «θα χάσεις την Πέμπτη και θα ζητάς την Παρασκευή» — δεν θα ξέρεις τί να κάνειςε) «χάνω [άδικα] τα λόγια μου» — δεν εισακούομαιστ) «χάνω τα νερά μου» — βρίσκομαι έξω από το στοιχείο μου, έξω από τις συνήθειές μου, δυσκολεύομαι να προσαρμοστώζ) «χάνω τον μπούσουλα» — αποπροσανατολίζομαι, δεν ξέρω τί να κάνωη) «χάνω τα μυαλά μου» ή «χάνω τα λογικά μου» — τρελαίνομαι, παραφρονώθ) «χάνω τον δρόμο» — παίρνω εσφαλμένη κατεύθυνση, δεν φθάνω στον προορισμό μουι) «χάνω την ευκαιρία» — αφήνω μια ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, δεν επωφελούμαι από αυτήνια) «χάνω τη μάχη [ή το παιχνίδι]» — ηττώμαι [ή αποτυγχάνω]ιβ) «χάνω τη δίκη» — η δίκη αποβαίνει εις βάρος μου, καταδικάζομαιιγ) «χάνω τον ειρμό τών σκέψεών μου» — δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, να σκεφθώ λογικάιδ) «χάνω το χρώμα μου» — ωχριώ, χλομιάζωιε) «χάνω τις ώρες μου [ή τον καιρό μου ή τον χρόνο μου]» — αφήνω τον χρόνο να περνά ανεκμετάλλευτος, δεν τόν αξιοποιώ εποικοδομητικά, χασομερώιστ) «τίποτα δεν έχει να χάσει» και «τί έχει να χάσει;» — λέγεται για εντελώς ανυπόληπτο άτομοιζ) «πήγαινε να χαθείς» ή «να χαθείς» ή «άι να χαθείς» ή «χάσου από μπροστά μου» — εξαφανίσου, δεν θέλω να σέ βλέπωιη) «μη χάνεσαι» — μην στενοχωριέσαι ή μην ανησυχείςιθ) «δεν θα χαθώ»(ως παρηγορητικός λόγος) θα βρεθεί και για μένα μία λύσηκ) «όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη» — βλ. χαρτίκα) «χάνομαι από τον κόσμο» — δεν φαίνομαι πουθενά, εξαφανίζομαι ή εγκαταλείπω τα εγκόσμιακβ) «χάνω έδαφος» — αρχίζω να ηττώμαι ή οπισθοχωρώκγ) «χάνω κιλά [ή βάρος]» — αδυνατίζωκδ) «χάνω ύψος»(για αεροπλάνο) αρχίζω να κατεβαίνω5. παροιμ. α) «για το καρφί χάνει το πέταλο» — λέγεται γι' αυτόν που υφίσταται μεγάλη ζημιά από φιλαργυρία, επειδή αποφεύγει μικρή δαπάνηβ) «έχασε η Πόλη μάλαμα και η Βενετιά βελόνι» — λέγεται για ασήμαντη απώλειαγ) «εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες τί ζητάνε [ή βαρκούλες αρμενίζουνε ή γριές χτενίζονται]» — λέγεται για εκείνους που ασχολούνται με ασήμαντα πράγματα, ενώ υπάρχουν άμεσα και οξύτατα προβλήματα, ή για εκείνους που, ενώ είναι ανίσχυροι, εμπλέκονται σε μεγάλες περιπέτειεςδ) «απ' τη λεχώνα ώς τη μαμμή χάθηκε το παιδί» — λέγεται σε περίπτωση απώλειας ενός αντικειμένου και η ευθύνη γι' αυτήν εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο ορισμένα άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χάνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έχασα (< ἐχάσα < ἐχάωσα, αόρ. τού χαόω, -ῶ «ρίχνω στο χάος, καταστρέφω») κατά το σχήμα πιάνω: έπιασα, φθάνω: έφθασα].
Dictionary of Greek. 2013.